μεταμορφωτικός

μεταμορφωτικός
η , ό[ν] видоизменяющий, преобразующуй, трансформирующий, преображающий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μεταμορφωτικός" в других словарях:

  • μεταμορφωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταμόρφωση ή αυτός που προκαλεί μεταμόρφωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταμορφώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Σ.Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • μεταμορφωτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μεταμόρφωση ή μπορεί να προκαλέσει μεταμόρφωση: Έγιναν μεταμορφωτικές προσπάθειες στον τομέα του τουρισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»